περιχαρακώνω

περιχαρακώνω
περιχαρακῶ, -όω, ΝΜΑ
1. κατασκευάζω χαράκωμα γύρω από κάτι, οχυρώνω
2. μτφ. προστατεύω αποτελεσματικά
νεοελλ.
απομονώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + χαρακῶ (-ώνω) (< χάραξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιχαρακώνω — περιχαρακώνω, περιχαράκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιχαρακώνω — περιχαράκωσα, περιχαρακώθηκα, περιχαρακωμένος, οχυρώνω έναν τόπο, τον περιτριγυρίζω με χαράκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιχαράκωση — η, Ν 1. κατασκευή χαρακώματος γύρω από κάτι, οχύρωση 2. αποτελεσματική προστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαρακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • περιχαρακώ — Α βλ. περιχαρακώνω …   Dictionary of Greek

  • σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… …   Dictionary of Greek

  • χαρακίζω — Α [χάραξ, ακος] 1. περιχαρακώνω με αιχμηρούς πασσάλους μπήγοντάς τους στη γη σταυροειδώς 2. φρ. «χαρακίζουσι τοῖς προσθίοις σκέλεσι» (για τις μύγες) καθαρίζονται διασταυρώνοντας τα μπροστινά τους πόδια (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”